Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

δένω τα πράγματα μου 2) (

  • 1 сложить

    сложить 1) δένω, ταχτοποιώ; \сложить вещи δένω τα πράγματα μου 2) (согнуть) διπλώνω; \сложить газету διπλώνω την εφημερίδα 3) мат. προσθέτω
    * * *
    1) δένω, ταχτοποιώ

    сложи́ть ве́щи — δένω τα πράγματά μου

    2) ( согнуть) διπλώνω

    сложи́ть газе́ту — διπλώνω την εφημερίδα

    3) мат. προσθέτω

    Русско-греческий словарь > сложить

  • 2 связать

    свяжу, свяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. связанный, βρ: -зал, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. δένω•

    связать кому руки вервкой δένω κάποιου τα χέρια με τριχιά•

    связать свои вещи δένω τα πράγματα μου•

    связать в узел δένω κόμπο.

    2. συνδέω, ενώνω•

    связать брусья в раму συνδέω τα δοκάρια σε πλαίσια.

    || μτφ. περιορίζω, περιστέλλω• συγκρατώ•

    связать инициативу масс περιορίζω την πρωτοβουλία των μαζών•

    связать себя словом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο•

    меня -ла се-миная жизнь με έδεσε (καθήλωσε) η οικογενειακή ζωή.

    3. μτφ. συνδέω συγκοινωνιακά.
    4. συσταινω, γνωρίζω, σχετίζω.
    5. συνδυάζω•

    личные интересен с общественными συνδυάζω τα ατομικά συμφέροντα με τα κοινωνικά.

    || συνεπιφέρω, συνεπάγομαι, έχω ως αποτέλεσμα•

    поездка связана с большими расходами το ταξίδι συνεπάγεται μεγάλα έξοδα,

    6. τΐλέκω•

    связать носки πλέκω αντρικές κάλτσες.

    7. (χημ.) ενώνω, κάνω ένωση (στοιχείων).
    εκφρ.
    связать язык кому – κάνω κάποιον να δαγκώσει τη γλώσσα του, να το βουλώσει (να σιγήσει)•
    связать концы с концами – συνταιριάζω, κάνω.να συμφωνήσουν•
    по рукам и ногам кого ή связать руки кому – δένω χειροπόδαρα κάποιον ή δένω τα χέρια κάποιου (καθιστώ ανίσχυρο να αντιδράσει)•
    не мочь связать двух слов – δε μπορώ να αρθρώσω δυο λέξεις.
    1. δένομαι•

    акробат -лся хорошо ο ακροβάτης δέθηκε καλά.

    2. επικοινωνώ, συνδέομαι•

    связать по телефону επικοινωνώ με το τηλέφωνο,

    3. συνάπτω (πιάνω) σχέσεις, συσχετίζομαι•

    не -тесь с ними μη σχετίζεστε με αυτούς.

    4. συνδυάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > связать

См. также в других словарях:

  • σφίγγω — έσφιξα, σφίχτηκα, σφιγμένος 1. περιβάλλω και πιέζω κάτι γύρω γύρω: Έσφιξε τη μέση της με μια ζώνη. – Την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. 2. τραβώ κάτι με δύναμη: Σφίξε τη ζώνη σου. – Σφίξε λίγο τα κορδόνια. 3. πιέζω κάποιον έτσι που να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»